Η ιστορία του ελαιολάδου

Το ελαιόδεντρο ενδημεί στη Μεσόγειο. Αγριελιές συλλέγονταν από τους ανθρώπους της νεολιθικής εποχής ήδη από την 8η χιλιετία π. Χ. Η αγριελιά κατάγεται από τη Μικρά Ασία και την αρχαία Ελλάδα. Δεν είναι σαφές πότε και πού τα ελαιόδεντρα καλλιεργήθηκαν επί τούτου από τους ανθρώπους: κατά μήκος της ακτής που ξεκινά από το ακρωτήριο του Σινά και φτάνει στη σύγχρονη Τουρκία κατά την 4η χιλιετηρίδα ή κάπου στην εύφορη Μεσοποταμία την 3η χιλιετία; Μια ευρέως διαδεδομένη άποψη θεωρεί ότι η πρώτη καλλιέργεια έλαβε χώρα στην Κρήτη γύρω στο 2500 π. Χ. Οι αρχαιότεροι αμφορείς λαδιού χρονολογούνται από το 3500 π. Χ. κατά τη διάρκεια της πρώιμης Μινωικής περιόδου αν και η παραγωγή ελαιολάδου θεωρείται ότι ξεκίνησε πριν το 4000 π. Χ. Μια εναλλακτική θεώρηση ορίζει την πρώτη παραγωγή ελαιολάδου το 4500 π. Χ. στην περιοχή του σημερινού Ισραήλ.

Ο  Όμηρος αποκαλούσε το ελαιόλαδο «υγρό χρυσό». Στην αρχαία Ελλάδα, οι αθλητές άλειφαν με ελαιόλαδο τελετουργικά όλο τους το σώμα. Το ελαιόλαδο χρησιμοποιείτο όχι μόνο ως φαγητό στους λαούς της Μεσογείου: ήταν επίσης φάρμακο και μια αστείρευτη πηγή ενθουσιασμού για τον διατροφικό πλούτο και δύναμή του. Πράγματι, η σπουδαιότητα της παραγωγής ελαιολάδου στις αρχαίες οικονομίες είναι πολύ μεγάλη. Το ελαιόδεντρο είναι εξαιρετικά ανθεκτικό και η ζωή του μετριέται σε αιώνες. Το πλατύ και βαθύ ριζικό του σύστημα εγγυάται την επιβίωσή του για μήνες χωρίς νερό, στην άνυδρη Μεσόγειο. Επίσης αναπτύσσεται κοντά στη θάλασσα σε σημεία στα οποία άλλα φυτά δεν θα άντεχαν το αυξημένο ποσοστό αλατιού στα υπόγεια ύδατα. Εκτός του κλαδέματος χειμώνα ή αρχές της άνοιξης, δεν χρειάζεται άλλη ιδιαίτερη φροντίδα και ο καρπός του ωριμάζει αργά το φθινόπωρο  στη βόρεια Μεσόγειο ή κατά τη διάρκεια του χειμώνα στη νότια, την περίοδο ακριβώς που οι υπόλοιποι τρύγοι έχουν ήδη ολοκληρωθεί και δεν υπάρχουν άλλες αγροτικές εργασίες να γίνουν. Η συλλογή του ελαιοκάρπου και η μετατροπή του σε λάδι είναι σχετικά άμεση και χρειάζεται ελάχιστη χρήση τεχνολογικών εφαρμογών. Καθώς το ελαιόλαδο είναι σχεδόν αμιγές λίπος είναι φυσικά πλούσιο σε θερμίδες αλλά υγιεινό, χωρίς καμία επιβάρυνση στην υγεία. Σε αντίθεση με τα δημητριακά που μπορούν να καταστραφούν από την υγρασία και τα μικρόβια κατά την αποθήκευσή τους, το ελαιόλαδο μπορεί εύκολα να αποθηκευτεί  και δε θα χάσει τη θρεπτικότητά του για τουλάχιστον ένα χρόνο, εκτός βέβαια αν εκτίθεται στο φως ή αποθηκευτεί σε υπερβολικά ζεστό σημείο. Διαρκεί ακριβώς ένα χρόνο, όσο διάστημα χρειάζεται δηλαδή για να ξανακαρποφορήσει το ελαιόδεντρο και να λάβει χώρα πάλι ο τρύγος. Για όλους αυτούς τους λόγους η παραγωγή ελαιολάδου είναι από τα προϊστορικά χρόνια εξαιρετικά κρίσιμη και σημαντική για τους λαούς της Μεσογείου.

Πέραν της διατροφικής του αξίας το ελαιόλαδο χρησιμοποιήθηκε για θρησκευτικές τελετουργίες, για φαρμακευτικές δράσεις, ως καύσιμη ύλη σε λάμπες, για τη σαπωνοποιία και τα καλλωπιστικά προϊόντα για το δέρμα. Η αρχαιότητα και σπουδαιότητα του ελαιολάδου μπορούν να διαπιστωθούν και στη γλώσσα: η αγγλική λέξη olive oil χρονολογείται από το 1175 περίπου και κατάγεται από το olie ή το oile. Στα γαλλικά huile και στα ιταλικά oleo οι λέξεις αυτές προέρχονται από το λατινικό oleum και το ελληνικό έλαιον το οποίο μπορεί να είναι δάνειο από τα δίκτυα εμπορίου των Σημιτικών φυλών των Φοινίκων και συγκεκριμένα από τη λέξη el’yon που σημαίνει ανώτερο, πιθανά εξαιτίας της σύγκρισής του με άλλα φυτικά ή ζωικά λίπη που διατίθεντο την εποχή εκείνη. Ο Robin Lane Fox θεωρεί ότι το λατινικό δάνειο του ελληνικού όρου έλαιον για το ελαιόλαδο είναι ήδη μια ένδειξη για τις βελτιωμένες ελληνικές ποικιλίες ελιάς που παρήγαγαν ελαιόλαδο και οι οποίες ήταν ήδη παρούσες στην Ιταλία κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης της Λατινικής γλώσσας, φερμένες από εμπόρους της Εύβοιας των οποίων οι δραστηριότητες και παρουσία στο Latium πιστοποιούνται από ανασκαφικά ευρήματα. Πρόσφατες γενετικές έρευνες δείχνουν ότι οι πιο διαδεδομένες ποικιλίες ελιάς που καλλιεργούνται σήμερα προέρχονται από άγριες ποικιλίες αλλά το πώς και πότε από άγριες ελιές έγιναν καλλιεργήσιμες δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί. Ερείπια αρχαίων ελαιοτριβείων υπάρχουν ακόμα στην Ανατολική Μεσόγειο και ορισμένα μάλιστα που κατάγονται από τη Ρωμαϊκή εποχή χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα.

Πάνω από 5000 χρόνια πριν, το ελαιόλαδο εξήχθη από ελιές στην Ανατολική Μεσόγειο. Κατά τους αιώνες που ακολούθησαν, ελαιοτριβεία εμφανίστηκαν από την ακτή του Ατλαντικού στη βόρεια Αφρική μέχρι την Περσία και από τα νότια Βαλκάνια μέχρι τις όχθες του Νείλου. Τα ελαιόδεντρα και η παραγωγή ελαιολάδου στην Ανατολική Μεσόγειο ανιχνεύονται στα αρχεία της αρχαίας πόλης Ebla (2600-2240 π. Χ.) που βρίσκονταν στα περίχωρα της Συριακής πόλης Χαλέπι. Μια σειρά από έγγραφα που χρονολογούνται στο 2400 π. Χ. περιγράφουν τις εκτάσεις με ελιές που ανήκαν στο βασιλιά και στη βασίλισσα. Τα έγγραφα αυτά ανήκαν σε μια βιβλιοθήκη με πλάκες από πηλό που συντηρήθηκαν άριστα εξαιτίας του ψησίματός τους κατά την πυρκαγιά που κατέστρεψε το παλάτι. Μια πιο ύστερη πηγή αναφέρει συχνά το ελαιόλαδο στο Τανάκ.

Η Αίγυπτος πριν το 2000 π. Χ. την εποχή των δυναστειών, εισήγαγε λάδι από την Κρήτη, τη Συρία και τη Χαναάν και το ελαιόλαδο ήταν ένα σημαντικό προϊόν εμπορίου και μια σπουδαία ένδειξη πλούτου. Υπολείμματα ελαιολάδου έχουν βρεθεί σε κανάτες πάνω από 4000 χρονών σε έναν τάφο στο νησί της Νάξου στο Αιγαίο. Ο Σινούχε, Αιγύπτιος εξόριστος που έζησε στη βόρεια Χαναάν γύρω στο 1960 π. Χ. έγραψε για την αφθονία των ελαιόδεντρων στην περιοχή. Μέχρι το 1500 π. Χ. οι ανατολικές παράκτιες περιοχές της Μεσογείου καλλιεργούνταν εντατικά με ελαιόδεντρα. Ελαιόδεντρα καλλιεργούνταν επίσης κατά την όψιμη Μινωική περίοδο (1500 π. Χ.) στην Κρήτη και ίσως ήδη από την πρώιμη περίοδο. Η καλλιέργεια ελαιόδεντρων στην Κρήτη εντατικοποιήθηκε κατά την περίοδο μετά την παρακμή του Μινωικού πολιτισμού και έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στην οικονομία του νησιού. Οι Μινωίτες χρησιμοποιούσαν το ελαιόλαδο σε θρησκευτικές τελετές. Το ελαιόλαδο, για την ακρίβεια, έγινε ένα κυρίαρχο προϊόν του Μινωικού πολιτισμού, σύμβολο πλούτου και ισχύος. Οι Μινωίτες έβαζαν τον πολτό της λιωμένης ελιάς σε μεγάλα κεραμικά πιθάρια και όταν το λάδι είχε ανεβεί στην επιφάνεια, σούρωναν το νερό από τον πάτο. Τα ελαιόδεντρα και η καλλιέργειά τους έφτασε σιγά σιγά στην Ιβηρική χερσόνησο και στις Ετρουσκικές πόλεις αρκετά πριν τον 8ο αιώνα π. Χ. μέσω του εμπορίου των Φοινίκων και της Καρχηδόνας και κατόπιν διαδόθηκε επίσης στη νότια Γαλλία όταν υιοθετήθηκε από τις Κελτικές φυλές γύρω στον 7ο αιώνα π. Χ.

Η πρώτη καταγεγραμμένη εξαγωγή λαδιού βρίσκεται στην Εβραϊκή Βίβλο και έλαβε χώρα κατά την έξοδο από την Αίγυπτο, τον 13ο αιώνα π. Χ. Εκείνη την εποχή το ελαιόλαδο εξαγόταν ασκώντας πίεση στους καρπούς με τα χέρια και αποθηκευόταν σε ειδικά δοχεία που φυλάσσονταν από τους ιερείς. Πάνω από 100 ελαιοτριβεία έχουν εντοπιστεί στο Tel Miqne (Ekron) όπου οι Φιλισταίοι που αναφέρονται στην Βίβλο παρήγαγαν ελαιόλαδο. Αυτά τα ελαιοτριβεία υπολογίζεται ότι παρήγαγαν μεταξύ 1000 και 3000 τόνων ελαιολάδου κάθε χρονιά.

Τα ελαιόδεντρα εμφανίστηκαν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο κατά την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τον ιστορικό Πλίνιο, η Ιταλία είχε «εξαιρετικής ποιότητας ελαιόλαδο σε λογικές τιμές» κατά τον πρώτο αιώνα μ. Χ., «το καλύτερο για την ακρίβεια στη Μεσόγειο» θεωρούσε ο ιστορικός. Η άποψη βέβαια αυτή του Πλίνιου αμφισβητήθηκε από τότε που διατυπώθηκε. Πάντως το ελαιόλαδο ήταν πολύ κοινό τόσο στην Ελληνική όσο και στη Λατινική κουζίνα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τον Απολλόδωρο, τον Πλούταρχο, τον Παυσανία, τον Οβίδιο και άλλους, η πόλη των Αθηνών έλαβε την ονομασία της διότι οι Αθηναίοι θεωρούσαν το ελαιόλαδο που πρόσφερε η Θεά Αθηνά πιο σημαντικό από την προσφορά του Θεού Ποσειδώνα που έδωσε μια πηγή από την οποία ανάβλυζε θαλασσινό νερό μέσα από ένα βράχο. Οι Σπαρτιάτες ήταν οι Έλληνες που χρησιμοποιούσαν το ελαιόλαδο για να τρίβουν τα σώματά τους ενώ ασκούνταν στα γυμνάσια. Η πρακτική αυτή της επάλειψης με ελαιόλαδο χρησιμοποιήθηκε για να αναδειχθεί και να ερωτικοποιηθεί η ομορφιά του ανδρικού γυμνού σώματος. Από την αρχή του 7ου αιώνα π. Χ. η διακοσμητική χρήση του ελαιολάδου σύντομα επεκτάθηκε σε όλες τις Ελληνικές πόλεις κράτη μαζί με την γυμνή εμφάνιση των αθλητών και κράτησε για χίλια χρόνια παρά το μεγάλο της κόστος.

(Κύρια πηγή του άρθρου ήταν η Wikipedia. Αν κανείς επιθυμεί να γνωρίσει περισσότερα για το λάδι συστήνεται το βιβλίο του Mort Rosenblum, Olives; the Life and the Lore of a Noble Fruit, New York, North Point/Farrar, Strauss and Giroux, 1996)